- εὐκρατόμελι
- εὐκρᾱτό-μελι, ιτος, τό,A honey-wine, Ruf.Fr.117, Choerob.in Theod. 1.344.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκρατόμελι — εὐκρατόμελι, έλιτος), τὸ (Α) μέλι αναμιγμένο με κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύκρατος + μέλι] … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek